σπειρολακτόνη

σπειρολακτόνη
η, Ν
(φαρμ.) χημικό συνθετικό φάρμακο με δομή ανάλογη με τη δομή τής ορμόνης αλδοστερόνης και με επίδραση ανταγωνιστική τής αλδοστερόνης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”